Πολύς θόρυβος γίνεται τις μέρες αυτές για τα νέα μέτρα που θα ανακοινώσει η κυβέρνηση
μετά το Πάσχα (κατ’ εκτίμηση 6 δις σε βάθος διετίας) και τα πραγματικά κίνητρά τους.

Η πρώτη κατηγορία είναι ο προεκλογικός χαρακτήρας τους και η προσπάθεια αλίευσης
ψήφων προβάλλοντας έστω και την τελευταία στιγμή ένα πιο φιλολαϊκό πρόσωπο. Την ίδια
στιγμή, όμως, η κυβέρνηση κατηγορείται για το υπερπλεόνασμα που μόλις ανακοινώθηκε
ότι πέτυχε το 2018 και το οποίο όπως συνέβη και τις δύο προηγούμενες χρονιές επιτρέπει,
αν δεν επιβάλλει, τη λήψη μέτρων ανακούφισης των πλέον ευπαθών κοινωνικών ομάδων.
Εφόσον, λοιπόν, τα νέα μέτρα τροφοδοτεί το υπερπλεόνασμα επαναλαμβάνοντας μία
πρακτική καθιερωμένη από την παρούσα κυβέρνηση που βασίζεται στη δημιουργία
δημοσιονομικού χώρου, δεν είναι ορθό να τους αποδίδεται ο χαρακτηρισμός
«προεκλογικά» απλά και μόνο επειδή συμπίπτουν χρονικά με τις εκλογές στην Τ.Α. και την
Ευρώπη.

Για τον ίδιο ακριβώς λόγο είναι λάθος να αποδίδεται η λήψη των εν λόγω μέτρων σε μία
προσπάθεια της κυβέρνησης να στρέψει τη δημόσια συζήτηση στις προεκλογικές παροχές,
μακριά δηλαδή από την ατυχή, απαράδεκτη αλλά και υπερτιμημένη πολιτικά στάση
Πολάκη στο θέμα Κυμπουρόπουλου. Απόδειξη είναι ότι όσο οργιάζει η πολεμική γύρω από
τον Πολάκη, μέτρα συγκεκριμένα δεν έχουμε και το υπουργείο συνεχίζει να αποτιμά το
είδος και τις επιπτώσεις τους στην οικονομία.

Διαβάζω ακόμη για αντιφατικές πληροφορίες σχετικά με το κλίμα στις σχέσεις της
κυβέρνησης με τις Βρυξέλλες. Καθώς ορισμένοι αναμένουν αντίδραση των Βρυξελλών στην
προεκλογική και εκτός μεταμνημονιακής συμφωνίας επιδοματική πολιτική της κυβέρνησης,
ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι οι Βρυξέλλες βοηθούν τον κ. Τσίπρα και κάνουν τα «στραβά
μάτια» έναντι των προεκλογικών εξαγγελιών του, επειδή δεν θέλουν να καταρρεύσει στις
εκλογές. Όπως, όμως, επισημάναμε εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μία προεκλογική
τακτική – όσο κι αν εξυπηρετεί τον ΣΥΡΙΖΑ προεκλογικά – δεδομένου ότι γίνεται στα πλαίσια
της συμφωνημένης δημοσιονομικής προσαρμογής (βλ βαθμούς ελευθερίας άσκησης
δημοσιονομικής πολιτικής λόγω υπερπλεονάσματος). Συνεπώς, οι Βρυξέλλες δεν έχουν
κανένα πρόβλημα, πολύ περισσότερο που η οικονομική καχεξία στην Ευρώπη έχει ωθήσει
τις Βρυξέλλες να συνιστούν ήπια δημοσιονομική τόνωση των οικονομικών των χωρών-
μελών της. Τέλος, όσο και αν αποτύχει ο ΣΥΡΙΖΑ στις δημοτικές εκλογές, καμία
δημοσκόπηση δεν του δίνει ποσοστά κάτω του 20% στις εθνικές εκλογές. Συνεπώς, κανένας
κίνδυνος κατάρρευσής του δεν υφίσταται, ώστε να στέρξουν με προθυμία οι Βρυξέλλες να
τον στηρίξουν (πράγμα εξάλλου που είναι ασύνηθες ως κεντρική ευρωπαϊκή πρακτική).

Τέλος, προκαλεί εντύπωση η εκτίμηση πως «η κυβέρνηση δεν κατάφερε να φτιάξει ένα
θετικό αφήγημα για την οικονομία, όπως σχεδίαζε». Κι αυτό όχι γιατί το αφήγημα της
κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ για βιώσιμη, δίκαιη και καθολική ανάπτυξη είναι υπαρκτό και
ελκυστικό, αλλά γιατί το αφήγημα μιας κυβέρνησης είναι το ίδιο το έργο της, το οποίο στην
προκειμένη περίπτωση έχει αξιολογηθεί θετικά τόσο από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς όσο
και από τις αγορές με την ανάκαμψη της οικονομίας, την έξοδο της χώρας από τα
Μνημόνια, την σημαντική ελάφρυνση του χρέους και την αναβάθμιση της πιστοληπτικής
της ικανότητας. Αυτό το οποίο είναι, ωστόσο, αμφισβητήσιμο είναι το πόσο θετικά έχει αξιολογηθεί το έργο αυτό από την ίδια την ελληνική κοινωνία στην οποία λίγα από τα
θετικά αποτελέσματα στην οικονομία έχουν καταφέρει να φθάσουν και να επουλώσουν τις
πληγές της προηγούμενης οκταετίας. Αλλά αυτό θα το δείξουν σύντομα οι κάλπες…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here